- βρασμός
- Φαινόμενο που συμβαίνει όταν η τάση των ατμών ενός υγρού –με τη μεταβολή είτε της θερμοκρασίας είτε της πίεσης– υπερβεί την εξωτερική πίεση. Είναι λοιπόν δυνατόν να πετύχουμε β. είτε υψώνοντας τη θερμοκρασία είτε μειώνοντας την πίεση. Με τις συνθήκες αυτές παρουσιάζεται μια ταχεία ατμοποίηση του υγρού και σχηματισμός χαρακτηριστικών φυσαλίδων ατμού από όλη την υγρή μάζα εξαιτίας τοπικής υπερθέρμανσης.
Για να κατανοηθεί καλύτερα το φαινόμενο, πρέπει να σημειωθεί ότι για κάθε θερμοκρασία ισχύει μόνο μία πίεση, στην οποία υπάρχει ισορροπία μεταξύ υγρού και ατμών, και με τις συνθήκες αυτές βρισκόμαστε προ κεκορεσμένων ατμών. Όταν η πίεση είναι διαφορετική από την πίεση ισορροπίας, έχουμε υγροποίηση (αν η πίεση αυξηθεί) ή εξάτμιση (αν ελαττωθεί). Ο β. δεν συμπίπτει με την εξάτμιση, γιατί συντελείται μόνο όταν η θερμοκρασία του υγρού είναι τέτοια ώστε η εξάτμιση να εξακολουθεί ακόμα και όταν ο ατμός είναι κεκορεσμένος. Πριν το υγρό φτάσει σε κατάσταση κεκορεσμένου ατμού, έχουμε εξάτμιση και όχι βρασμό.
ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΒΡΑΣΜΟΥ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΑ ΥΨΗ ΚΑΙ ΠΙΕΣΕΙΣ μ. 0C ατμ. 0C 0 100 5 152 1.000 96 10 180 2.000 94 15 199 4.000 86 20 213 6.000 80 25 225 8.000 73 30 235 10.000 66 200 370 15.000 51 20.000 36
* * *ο (AM βρασμός) [βράσσω, βράζω]η ζέση, το φαινόμενο το οποίο συνοδεύει τη μετάβαση από την υγρή στην αέρια κατάσταση, όταν η διαδικασία της εξάτμισης πραγματοποιείται όχι μόνο στην επιφάνεια αλλά σ' ολόκληρη τη μάζα του υγρού2. οργή, αγανάκτησημσν.- νεοελλ.στενοχώριανεοελλ.1. ζέστη2. στασιαστική ή επαναστατική κίνηση3. η ακμή μιας κατάστασης («στον βρασμό του γλεντιού»)4. φρ. «εν βρασμώ ψυχής» ή «βρασμός ψυχικής ορμής» — ψυχική κατάσταση που αποκλείει την προμελέτη για την εκτέλεση αδικήματος(αρχ. - μσν.) ταραχή, αναβρασμόςαρχ.1. σεισμός2. ρίγος.
Dictionary of Greek. 2013.